ἀνοικτή

ἀνοικτή
ἀνοικτός
capable of being opened
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… …   Dictionary of Greek

  • διαπασών — Αναλλοίωτος ήχος, που χρησιμεύει για τη σωστή τονοδότηση των μουσικών οργάνων. Η συχνότητά του καθορίστηκε από την Ακαδημία του Παρισιού, έτσι ώστε να δίνει τον φθόγγο σε Λα3 με 435 διπλές παλμικές κινήσεις ανά δευτερόλεπτο. Αργότερα, και ύστερα… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • τένται — Ιαπωνική βουδιστική αίρεση, που την εισήγαγε από την Κίνα το 806 ο Ντενγκιό Νταϊσί (767 822). Στην Κίνα ονομαζόταν Τ’ιέν – τ’άι, από την ονομασία μιας μονής της επαρχίας της Τσεκιάνγκ, από την οποία εξαπλώθηκε τον 6o αι. Βασισμένη στη διδασκαλία… …   Dictionary of Greek

  • τεντάι — Ιαπωνική βουδιστική αίρεση, που την εισήγαγε από την Κίνα το 806 ο Ντενγκιό Νταϊσί (767 822). Στην Κίνα ονομαζόταν Τ’ιέν – τ’άι, από την ονομασία μιας μονής της επαρχίας της Τσεκιάνγκ, από την οποία εξαπλώθηκε τον 6o αι. Βασισμένη στη διδασκαλία… …   Dictionary of Greek

  • Βάισμαν, Φρίντριχ — (Friedriech Waismann, Βιέννη 1896 – 1959). Αυστριακός φιλόσοφος. Συγκαταλέγεται στα αρχικά και προεξέχοντα μέλη του Κύκλου της Βιέννης, μαζί με τον Καρνάπ και τον Σλικ, ενώ αργότερα δίδαξε στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ. Με το… …   Dictionary of Greek

  • γκούζλα ή γκούσλα — Μουσικό όργανο μονόχορδο ή δίχορδο. Το χρησιμοποιούν οι σλαβόφωνοι λαοί των Βαλκανίων. Το όργανο παίζεται με δοξάρι. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο σκαλισμένο σε σχήμα αχλαδιού. Η ανοικτή του πλευρά είναι σκεπασμένη με μία δερμάτινη μεμβράνη και η …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Θρακιώτης, Κώστας — (Αλεξανδρούπολη 1909 – 1994). Φιλολογικό ψευδώνυμο του κριτικού και λογοτέχνη Θαλή Προδρόμου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε ιδιωτικά σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ δίδαξε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”